ISSN 1831-5380
Διάγραμμα του δικτυακού τόπου | Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου | Τα cookies | Συνήθεις ερωτήσεις | Επικοινωνία | Εκτύπωση

10.10. Νομοτεχνικά θέματα — Μερικές διαφορές μεταξύ του ελληνικού και του ενωσιακού νομοτεχνικού συστήματος

Όπως είναι λογικό, το ελληνικό και το ενωσιακό νομοτεχνικό σύστημα παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες. Τα δύο συστήματα εμπνέονται από τις ίδιες γενικές αρχές και επιδιώκουν τους ίδιους βασικούς στόχους. Έτσι, στοιχεία όπως η σαφής, λιτή και απέριττη διατύπωση, η σωστή οργάνωση της νομοθετικής ύλης, η ορολογική συνοχή κ.λπ. χαρακτηρίζουν και τα δύο νομοτεχνικά συστήματα. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιες αξιοσημείωτες διαφορές. Επισημαίνεται, πάντως, ότι ο έλληνας μεταφραστής ενωσιακών νομικών κειμένων δεν πρέπει να επηρεάζεται στα σημεία αυτά από την ελληνική πρακτική, ακόμη κι αν αυτή του φαίνεται ορθότερη, διότι, σύμφωνα με την αρχή της πανομοιότυπης σελιδοποίησης/σελιδαρίθμησης και παρουσίασης όλων των γλωσσικών εκδόσεων κάθε νομικής πράξης (στα γαλλικά: synoptisme), είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί απαρέγκλιτα την ενωσιακή πρακτική.

Ας δούμε μερικές από τις διαφορές αυτές.

α) Διαφορά στον τρόπο διατύπωσης του τίτλου

Στην ελληνική πρακτική ο τίτλος τίθεται πάντοτε στην ονομαστική και δεν αρχίζει ποτέ με εκφράσεις όπως περί, για, σχετικά με, όσον αφορά κ.λπ. (βλ. σ. 3 και 4 της εγκυκλίου που εξέδωσε το 2007 το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης με θέμα «Οδηγίες για τη νομοτεχνική βελτίωση των κανονιστικών πράξεων»). Αντίθετα, στην ενωσιακή πρακτική ο τίτλος —μετά την ημερομηνία— δεν μπαίνει ποτέ στην ονομαστική και αρχίζει πάντοτε με εκφράσεις του προαναφερόμενου είδους. Συνήθως, τέτοιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται στα ελληνικά ακόμη και όταν ο τίτλος, στο αγγλικό ή το γαλλικό πρωτότυπο, αρχίζει με μετοχή (amending, setting, modifiant, instaurant κ.λπ.), μολονότι ενίοτε, στις περιπτώσεις αυτές, χρησιμοποιείται αναφορική πρόταση.

Επισημαίνεται ότι στην Κύπρο ακολουθείται άλλη πρακτική: ο τίτλος αρχίζει πάντοτε με το περί, ακολουθεί η αναφορά του αντικειμένου του νόμου (που μπορεί να είναι ιδιαίτερα σχοινοτενής) και στο τέλος μπαίνει η λέξη νόμος. Παράδειγμα: ο περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών νόμος. Πρόκειται δηλαδή για την αποθέωση του υπερβατού.

β) Στην Ελλάδα οι νομικές πράξεις δεν έχουν αιτιολογικές σκέψεις

Ως γνωστόν, στο προοίμιο των ενωσιακών νομικών πράξεων, αμέσως μετά τα σημεία αναφοράς και πριν από το διατακτικό, υπάρχουν οι αιτιολογικές σκέψεις, δηλαδή, όπως αναφέρει ο Κοινός πρακτικός οδηγός, το μέρος της πράξης που περιέχει την αιτιολόγησή της.

Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την πρακτική που ακολουθείται για τις ενωσιακές νομικές πράξεις, οι νόμοι και τα προεδρικά διατάγματα δεν περιέχουν καθόλου αιτιολογικές σκέψεις. Πράγματι, όπως ορίζεται σε έγγραφο που εξέδωσε το 1984 η κεντρική νομοπαρασκευαστική επιτροπή με τίτλο «Σύνταξη των προσχεδίων νόμων και κανονιστικών πράξεων» (σ. 7), δεν έχουν θέση στα νομοθετικά κείμενα αιτιολογίες. Στις πράξεις αυτού του είδους (νόμους και προεδρικά διατάγματα) η αιτιολογία περιέχεται στην αιτιολογική έκθεση. Στις υπουργικές αποφάσεις και στις κοινές υπουργικές αποφάσεις η συνοπτικότατη αιτιολογία (αν υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει πάντοτε) περιέχεται στο τέλος του προοιμίου, αμέσως μετά την παράθεση των πράξεων και των διατάξεων στις οποίες στηρίζεται η πράξη.

γ) Διαφορετική πρακτική ως προς τη συντομογράφηση των όρων παράγραφος, εδάφιο κ.λπ.

Στην Ελλάδα είναι συνηθέστατη πρακτική η συντετμημένη αναγραφή νομοτεχνικών όρων όπως παράγραφος (παρ.), εδάφιο (εδ.) κ.λπ. Συντετμημένοι επίσης γράφονται και οι νόμοι (ν.) ή τα νομοθετικά διατάγματα (ν.δ.) που μνημονεύονται στο κείμενο (αυτές οι συντομογραφίες μπορούν να γραφούν και με κεφαλαία). Υπάρχουν νομοθετήματα (για παράδειγμα, ο κώδικας πολιτικής δικονομίας) στα οποία ακόμη και η λέξη άρθρο γράφεται σε μερικές περιπτώσεις συντετμημένη (άρ.) (π.χ. στο άρθρο 588 παράγραφος 2 του κώδικα).

Αντίθετα, σύμφωνα με τους ενωσιακούς νομοτεχνικούς κανόνες η πρακτική αυτή απαγορεύεται ρητά. Πράγματι, στο σημείο 5.3.1 του Τυπικού ορίζεται ότι οι υποδιαιρέσεις […] δεν πρέπει να αναφέρονται συντετμημένα (να μη γράφεται π.χ. «άρθρ.», «§» και «παράγρ.»).

δ) Διαφορετική σειρά αναφοράς των υποδιαιρέσεων του διατακτικού

Στην ενωσιακή νομοτεχνική πρακτική η σειρά αναφοράς των υποδιαιρέσεων του διατακτικού είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Πράγματι, στο σημείο 5.3.1 του Τυπικού (αλλά και σε άλλα σχετικά έγγραφα, όπως στο Διοργανικό εγχειρίδιο) ορίζεται ότι οι υποδιαιρέσεις που είναι ιεραρχημένες μεταξύ τους παρατίθενται χωρίς κόμματα κατά φθίνουσα τάξη.

Παράδειγμα: το άρθρο 1 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Αντίθετα, στην ελληνική πρακτική δεν ισχύει ο κανόνας αυτός. Μάλιστα, συνήθης είναι η πρακτική αναφοράς των εν λόγω υποδιαιρέσεων κατ’ αύξουσα τάξη με αλληλουχία γενικών.

Παράδειγμα: το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1

ε) Διαφορετική έννοια του όρου εδάφιο

Στην ενωσιακή νομοτεχνική πρακτική ο όρος εδάφιο σημαίνει την παράγραφο που δεν είναι αριθμημένη με αραβικό αριθμό ούτε έχει μπροστά της άλλο σύμβολο. Πράγματι, όπως προκύπτει από τον πίνακα της σελίδας 86 του Τυπικού (ο ίδιος πίνακας υπάρχει και στο Διοργανικό εγχειρίδιο), το εδάφιο είναι το μη αυτοτελές υποσύνολο σύνθετου άρθρου ή παραγράφου το οποίο δεν έχει μπροστά του κανένα σύμβολο (ούτε αραβικό αριθμό ούτε γράμμα της αλφαβήτου ούτε παύλα κ.λπ.).

Αντίθετα, στην Ελλάδα, όπως ορίζει η προαναφερόμενη εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (σ. 8), το εδάφιο δεν είναι ολόκληρη παράγραφος αλλά μια λεκτική περίοδος μεταξύ δύο τελειών. Πρώτο εδάφιο είναι αυτό που αρχίζει από την πρώτη λέξη του κειμένου και τελειώνει στην πρώτη τελεία. Δεύτερο είναι αυτό που αρχίζει από την πρώτη λέξη μετά την τελεία και ολοκληρώνεται στην επόμενη τελεία κ.λπ. Ωστόσο, από τη μελέτη διάφορων ελληνικών νομοθετικών και κανονιστικών πράξεων προκύπτει ότι οι σχετικές υπηρεσίες δεν τηρούν με απόλυτη αυστηρότητα τα παραπάνω.

Εξάλλου, στην ενωσιακή πρακτική αυτό που στην Ελλάδα αποκαλείται εδάφιο το ονομάζουμε —ή πρέπει να το ονομάζουμε— περίοδο. Η λέξη πρόταση είναι το τμήμα του λόγου που έχει ως συντακτικό πυρήνα ένα ρήμα (όπως μαθαίναμε στο σχολείο: ρήμα και πρόταση). Επομένως, μία περίοδος μπορεί να περιλαμβάνει πολλές προτάσεις (όσες και τα ρήματα που περιέχει). Το λεξικό του Μπαμπινιώτη αναφέρει ότι το τμήμα γραπτού κειμένου που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο τελείες μπορεί να ονομαστεί και πρόταση, επισημαίνει όμως ότι αυτή η έννοια είναι καταχρηστική και διευκρινίζει ότι ο ορθός όρος είναι περίοδος. Πράγματι, η λέξη περίοδος έχει στη γραμματική και στο συντακτικό μόνο αυτή τη σαφή έννοια και, επομένως, πρέπει να προτιμηθεί και ως νομοτεχνικός όρος, αφού εξαλείφει κάθε κίνδυνο ασάφειας ή παρερμηνείας.

στ) Διαφορετική έννοια των όρων στοιχείο και περίπτωση

Στην ενωσιακή νομοτεχνική πρακτική οι υποδιαιρέσεις του διατακτικού που αρχίζουν με μικρό γράμμα της ελληνικής αλφαβήτου [α), β), γ) κ.λπ.] ονομάζονται στοιχεία. Αντίθετα, στην Ελλάδα ονομάζονται περιπτώσεις. Αν μάλιστα δεν πρόκειται κυριολεκτικά για απαρίθμηση περιπτώσεων αλλά για συστηματική υποδιαίρεση των λογικών νοημάτων της παραγράφου ή του εδαφίου, μπορούν να ονομαστούν και υποπαράγραφοι (εγκύκλιος Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, σ. 8). Ο όρος υποπαράγραφοι δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται στην ενωσιακή πρακτική, ακόμη κι αν το αγγλικό πρωτότυπο περιέχει τον όρο subparagraph.

Στην Ελλάδα οι τυχόν περαιτέρω υποδιαιρέσεις των περιπτώσεων επισημαίνονται με διπλά μικρά γράμματα [αα), ββ), γγ) κ.ο.κ.] και ονομάζονται υποπεριπτώσεις. Σημειώνεται ότι αυτά τα διπλά μικρά γράμματα χρησιμοποιούνται —αν και σπάνια— ως υποδιαιρέσεις στοιχείων και στην ενωσιακή νομοτεχνική πράξη, και λέγονται «στοιχεία». Τονίζεται μάλιστα στην προαναφερόμενη εγκύκλιο ότι η επισήμανση των περιπτώσεων και των υποπεριπτώσεων με άλλη ένδειξη, π.χ. τελεία, παύλα κ.λπ., πρέπει να αποφεύγεται, επειδή έτσι καθίσταται δυσχερής η παραπομπή στη σχετική διάταξη. Ανάλογη απαγόρευση ισχύει και στην ενωσιακή νομοτεχνική πρακτική, αλλά μόνο για τα άρθρα που περιέχουν καταλόγους. Πράγματι, η κατευθυντήρια γραμμή 15 του Κοινού πρακτικού οδηγού ορίζει ότι, όταν ένα άρθρο περιέχει κατάλογο, κάθε στοιχείο αυτού του καταλόγου θα πρέπει να φέρει, κατά προτίμηση, αριθμητικό ή αλφαβητικό προσδιορισμό και όχι παύλα. Κατά τα λοιπά, η χρήση παύλας είναι αρκετά συχνή στην ενωσιακή πρακτική, ενώ η υποδιαίρεση του διατακτικού που αρχίζει με την παύλα ονομάζεται περίπτωση. Μάλιστα, μερικές φορές εμφανίζονται και υποδιαιρέσεις που αρχίζουν με διπλή παύλα, τις οποίες ονομάζουμε υποπεριπτώσεις.

Πρέπει, πάντως, να επισημανθεί ότι στην Ελλάδα, ίσως από αμέλεια ή ελλιπή κατάρτιση των συντακτών των νομοθετικών πράξεων, εμφανίζονται περιπτώσεις στις οποίες δεν τηρείται αυστηρά ο κανόνας ως προς την προαναφερόμενη έννοια των εν λόγω νομοτεχνικών όρων.

ζ) Διαφορές ορολογίας στον τομέα της νομοθέτησης κατά παραπομπή

Όπως ορίζει η προαναφερθείσα εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ρύθμιση ενός θέματος κατά παραπομπή υπάρχει όταν η ρύθμιση του θέματος δεν γίνεται απευθείας από τη νέα κανονιστική πράξη αλλά με παραπομπή σε διάταξη νόμου ή άλλης κανονιστικής πράξης που είναι ήδη σε ισχύ. Υπάρχουν δύο είδη ρύθμισης κατά παραπομπή: η γνήσια και η μη γνήσια.

Γνήσια παραπομπή έχουμε όταν η παραπομπή προς τη διάταξη που ήδη ισχύει έχει την έννοια ότι το θέμα θα ρυθμίζεται σύμφωνα με όσα ορίζει η διάταξη όπως ισχύει σήμερα και όπως κάθε φορά θα ισχύει στο μέλλον, όσες αλληλοδιάδοχες τροποποιήσεις και αν υποστεί.

Στην ενωσιακή νομοτεχνική ορολογία η παραπομπή αυτού του είδους δεν ονομάζεται γνήσια αλλά δυναμική (Κοινός πρακτικός οδηγός, σημείο 16.11 και επ., σ. 52).

Μη γνήσια παραπομπή έχουμε όταν η παραπομπή προς τη διάταξη που ήδη ισχύει έχει την έννοια ότι το θέμα θα ρυθμίζεται σύμφωνα με όσα ορίζει η διάταξη όπως ισχύει σήμερα και μόνο σήμερα, ανεξάρτητα αν η διάταξη αυτή τροποποιηθεί μεταγενέστερα.

Στην ενωσιακή νομοτεχνική ορολογία η παραπομπή αυτού του είδους δεν ονομάζεται μη γνήσια αλλά στατική (Κοινός πρακτικός οδηγός, σημείο 16.14 και επ., σ. 53).

Τελευταία ενημέρωση: 8.2.2022
Αρχή σελίδας
Προηγούμενη σελίδαΕπόμενη σελίδα