ISSN 1831-5380
Διάγραμμα του δικτυακού τόπου | Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου | Τα cookies | Συνήθεις ερωτήσεις | Επικοινωνία | Εκτύπωση

10.5. Ξενικά κύρια ονόματα

Εισαγωγή

Το ζήτημα της γραφής των ξενικών ανθρωπωνυμίων και τοπωνυμίων είναι ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα της ελληνικής γλώσσας. Οι απόψεις που εκφράζονται σχετικά με το θέμα αυτό παρουσιάζουν πολύ μεγάλη διάσταση, αφού κυμαίνονται από την πλήρη απλογράφηση των ονομάτων αυτών στα ελληνικά έως την απόλυτη αντιστρεψιμότητα της γραφής τους, με όλες τις πιθανές ενδιάμεσες παραλλαγές [ο όρος αντιστρεψιμότητα σημαίνει ότι η γραφή του ξενικού ανθρωπωνυμίου ή τοπωνυμίου πρέπει να είναι τέτοια που να μπορεί να μας οδηγήσει, «αναστρεφόμενη» από την ελληνική απόδοση, όσο πιο κοντά γίνεται στην πραγματική μορφή του ξένου ονόματος (1)].

Η θέση την οποία υιοθετεί το Διοργανικό εγχειρίδιο όσον αφορά το δίλημμα απλογράφηση ή αντιστρεψιμότητα είναι σαφής: υιοθετείται η επιλογή της απλογράφησης για δύο κυρίως λόγους. Καταρχάς, η δυνατότητα του έλληνα αναγνώστη να οδηγηθεί στην ξένη γραφή του ανθρωπωνυμίου ή του τοπωνυμίου μέσω της ελληνικής γραφής (ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αναγωγή αυτή είναι πάντοτε δυνατή, πράγμα τουλάχιστον αμφίβολο) δεν έχει κανένα νόημα. Πράγματι, τι θα κερδίσει ο έλληνας αναγνώστης αν, μέσω της ελληνικής γραφής, συμπεράνει ότι το Ρέικιαβικ (αντιστρεψιμότητα: Ρέυκιαβικ) γράφεται στα ισλανδικά με y (Reykjavik) ή —για να αναφέρουμε ένα ποδοσφαιρικό παράδειγμα— ότι ο Γκαλέτι (αντιστρεψιμότητα: Γκαλλέττι) γράφεται στα αργεντινοϊσπανικά με δύο l και δύο t (Galletti); Απολύτως τίποτε. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα θελήσει ίσως να αναζητήσει πληροφορίες για ή άλλο τοπωνύμιο ή ανθρωπωνύμιο σε ξένους ιστοτόπους, δεν θα έχει πρόβλημα, γιατί, ακόμη και αν το γράψει λανθασμένα, οι σύγχρονες μηχανές αναζήτησης θα του προτείνουν αυτόματα τη σωστή ξένη γραφή, ιδίως μάλιστα αν εξειδικεύσει την έρευνά του με ελάχιστα πρόσθετα προσδιοριστικά στοιχεία.

Επιπλέον, όμως, η αναγωγή αυτή είναι σε πολλές περιπτώσεις αδύνατη, δεδομένου ότι η σχέση μεταξύ των ελληνικών και των αντίστοιχων ξένων γραφημάτων δεν είναι αμφιμονοσήμαντη. Για παράδειγμα, όπως επισημαίνει ο Γ. Παπαναστασίου (Νεοελληνική ορθογραφία, σ. 416), το γράφημα <αι> αντιπροσωπεύει τα ξένα <ai>, π.χ. Βερλαίν < γαλλ. Verlaine· <oe>, π.χ. Γκαίτε < γερμ. Goethe· <ö>, π.χ. Γκαίριγκ (2) < γερμ. Göring· <a>, π.χ. Καίμπριτζ < αγγλ. Cambridge. Επομένως, όταν ο έλληνας αναγνώστης διαβάσει τη λέξη Καίμπριτζ, γιατί να οδηγηθεί στη σωστή ξένη γραφή Cambridge και όχι, π.χ., στη λανθασμένη Caimbridge;

Για τους λόγους αυτούς το Διοργανικό εγχειρίδιο απορρίπτει την επιλογή της αντιστρεψιμότητας και τάσσεται υπέρ της απλογράφησης. Δέχεται, όμως, ότι η απλογράφηση πρέπει να υποχωρεί σε μία περίπτωση: όταν η μη απλογραφημένη απόδοση του ενός ή του άλλου ανθρωπωνυμίου ή τοπωνυμίου είναι καθιερωμένη και αναμφισβήτητα παγιωμένη στην ορθογραφική συνείδηση των χρηστών της γλώσσας μας. Αυτός ο συνδυασμός (καταρχήν απλογράφηση· κατ’ εξαίρεση χρήση της παλαιόθεν καθιερωμένης γραφής, όταν υπάρχει) είναι ο κανόνας που ακολουθείται στο Διοργανικό εγχειρίδιο.

Ας μπούμε τώρα στην ουσία του θέματος. Ωστόσο, πριν εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η μεταγραφή του ξενικού ανθρωπωνυμίου ή τοπωνυμίου στα ελληνικά, πρέπει προηγουμένως να απαντήσουμε σε ένα άλλο ερώτημα: σε ποιες περιπτώσεις συνιστάται ή επιβάλλεται η μεταγραφή στα ελληνικά και πότε το ξενικό ανθρωπωνύμιο ή τοπωνύμιο πρέπει να μείνει με τη λατινική γραφή του;

Οριοθέτηση του προβλήματος σε επίπεδο Ένωσης

10.5.1. Ανθρωπωνύμια

Στο επίπεδο της Ένωσης το πρόβλημα αφορά κυρίως τα τοπωνύμια και λιγότερο τα ανθρωπωνύμια. Πράγματι, σε ό,τι αφορά τα ανθρωπωνύμια το πρόβλημα είναι σχεδόν αμελητέο, διότι η πρακτική που κατά κανόνα ακολουθείται είναι να μη μεταγράφονται τα ονόματα αυτά στα ελληνικά, αλλά να παραμένουν όπως στο πρωτότυπο με τη λατινική γραφή τους. Ο λόγος είναι προφανής. Τα ενωσιακά έγγραφα είναι νομικά, διοικητικά, τεχνικά. Δεν είναι ούτε λογοτεχνικά ούτε ιστορικά. Τα ανθρωπωνύμια που μνημονεύονται σ’ αυτά είναι, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, ονόματα πολιτικών παραγόντων των κρατών μελών (π.χ. υπουργών, βουλευτών, ευρωβουλευτών κ.λπ.), ονόματα ενωσιακών ή εθνικών αξιωματούχων και υπαλλήλων, ονόματα εμπειρογνωμόνων που συμμετέχουν σε διάφορες επιτροπές ή ομάδες εργασίας, ονόματα διαδίκων (στο Δικαστήριο) κ.λπ. Επομένως, εκείνο που προέχει είναι η ακριβής και αναντίρρητη γραφή του ονόματος του κάθε προσώπου, πράγμα που εξασφαλίζεται μόνο με την αυθεντική γραφή του στη γλώσσα του (ακόμη και με τα διάφορα «ειδικά» γράμματα και τονικά ή άλλα σημάδια που χρησιμοποιεί η εκάστοτε γλώσσα: π.χ. Špidla, Ján Figel’, László Kovács, Grybauskaité κ.λπ.). Τυχόν μεταγραφή του στα ελληνικά θα εγκυμονούσε σοβαρό κίνδυνο πολλών και διαφορετικών αποδόσεων, κατά τα γούστα του εκάστοτε μεταφραστή, πράγμα απαράδεκτο για έγγραφα αυτού του χαρακτήρα. Για παράδειγμα, θα ήταν ανεπίτρεπτο κάποιες ενωσιακές νομικές πράξεις να φέρουν την υπογραφή Τόνι Μπλερ (απλογράφηση), άλλες Τόνυ Μπλαιρ (αντιστρεψιμότητα) και άλλες κάποιες ενδιάμεσες παραλλαγές αυτών των δύο αποδόσεων.

Έτσι, στις νομικές πράξεις, στο σημείο των υπογραφών, το ονοματεπώνυμο του υπογράφοντος (ή των υπογραφόντων) μπαίνει πάντοτε όπως στο πρωτότυπο, εκτός βέβαια αν πρόκειται για Έλληνα ή Κύπριο (Ανδρούλλα Βασιλείου, Σταύρος Δήμας, Μάριος Κυπριανού κ.ο.κ.), οπότε γράφεται φυσικά στα ελληνικά. Η ίδια πρακτική (της μη μεταγραφής των ξενικών ανθρωπωνυμίων) ακολουθείται και στις επιστολές που αποστέλλουν τα όργανα σε διάφορους αποδέκτες (αρχές κρατών μελών, ιδιώτες κ.λπ.), στα πρακτικά συνεδριάσεων, στους καταλόγους εμπειρογνωμόνων, στις ανακοινώσεις Τύπου και γενικά στα κάθε είδους έγγραφα που παράγονται σε ενωσιακό επίπεδο. Επίσης, τα ενωσιακά προγράμματα που φέρουν το όνομα κάποιας σημαντικής ιστορικής προσωπικότητας (Erasmus, Galileo, Kopernikus, Leonardo da Vinci, Socrates, Grundtvig κ.λπ.) διατηρούν τη γραφή της πρωτότυπης ονομασίας τους, ακόμη και αν η εν λόγω προσωπικότηταείχε ελληνική καταγωγή. Στο Δικαστήριο τα ονόματα των διαδίκων και των διαφόρων παραγόντων της δίκης γράφονται πάντοτε όπως στη γλώσσα τους και δεν μεταγράφονται στα ελληνικά. Το ίδιο γίνεται στο Κοινοβούλιο με τα ονόματα των ευρωβουλευτών κ.λπ. Στην ειδική περίπτωση προσώπων που προέρχονται από χώρες που χρησιμοποιούν το κυριλλικό, το αραβικό, το κινεζικό ή, εν πάση περιπτώσει, μη λατινικό αλφάβητο —όπως είναι, για παράδειγμα, η βουλγάρα επίτροπος κ. Kuneva—, ο έλληνας μεταφραστής μεταφέρει στο κείμενό του τη μεταγεγραμμένη σε λατινική γραφή απόδοση του σχετικού ονόματος, όπως εμφανίζεται στο πρωτότυπο.

Η μόνη ίσως περίπτωση μεταγραφής των ξενικών ανθρωπωνυμίων στα ελληνικά (τουλάχιστον στην Επιτροπή) αφορά την πρακτική που εφαρμόζει η Μονάδα Web, πρακτική που οφείλεται στο γεγονός ότι η εν λόγω Μονάδα πρέπει να χρησιμοποιεί δημοσιογραφική γλώσσα, ανάλογη με εκείνη των ελληνικών εφημερίδων, περιοδικών κ.λπ. Και επειδή, βεβαίως, στα άρθρα του Τύπου, που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, τα ξενικά ανθρωπωνύμια μεταγράφονται κατά κανόνα στα ελληνικά, την ίδια πρακτική ακολουθεί και η Μονάδα Web.

Η αρχή την οποία εφαρμόζει η εν λόγω Μονάδα για τη μεταγραφή των ξενικών ανθρωπωνυμίων είναι διττή:

α)
όσο το δυνατόν ακριβέστερη απόδοση του αυθεντικού τρόπου προφοράς των εν λόγω ανθρωπωνυμίων, πράγμα που, σε δύσκολες περιπτώσεις, επιτυγχάνεται με τη βοήθεια συναδέλφων που είναι φυσικοί ομιλητές της εκάστοτε ξένης γλώσσας·
β)
όσο το δυνατόν απλούστερη γραφή στα ελληνικά, σύμφωνα με την πρακτική που ήδη εφαρμόζουν στην Ελλάδα οι πιο έγκυρες και μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες. Ο όρος απλούστερη γραφή σημαίνει βασικά στην πράξη ότι: τα διπλά σύμφωνα γίνονται μονά (π.χ. Barroso → Μπαρόζο), οι φθόγγοι που πλησιάζουν φωνητικά το ελληνικό [i] γράφονται πάντοτε με <ι> (π.χ. Sarkozy → Σαρκοζί), οι φθόγγοι που πλησιάζουν φωνητικά το ελληνικό [e] γράφονται πάντοτε με <ε> (π.χ. Blair → Μπλερ) και οι φθόγγοι που πλησιάζουν φωνητικά το ελληνικό [o] γράφονται πάντοτε πάντοτε με <ο> (π.χ. Baudouin → Μποντουέν) (3).

Σημείωση 1: Επισημαίνεται, πάντως, ότι, αν υπάρξει περίπτωση να μνημονευθεί σε ενωσιακό έγγραφο το όνομα επιστημονικής, καλλιτεχνικής, ιστορικής ή πολιτικής προσωπικότητας του παρελθόντος που έχει καθιερωθεί με την ελληνική γραφή στα ελληνικά (ιδίως αν έχει προσαρμοστεί στο ελληνικό κλιτικό σύστημα), χρησιμοποιείται η καθιερωμένη ελληνική γραφή και όχι ή ξένη. Παραδείγματα: Δαρβίνος, Νεύτων, Λινναίος, Λούθηρος, Μιχαήλ-Άγγελος, Ραφαήλ, Ναπολέων, Καρλομάγνος, Βίσμαρκ κ.ο.κ.

Σημείωση 2: Δεν είναι δυνατόν να δοθεί κανόνας γενικής εφαρμογής για τον τρόπο γραφής του αρχικού γράμματος των μορίων von, de κ.λπ. σε όσα ξένα ονόματα κατ’ εξαίρεση μεταγράφονται στα ελληνικά στα ενωσιακά κείμενα. Πράγματι, τα εν λόγω μόρια σε άλλες περιπτώσεις γράφονται με μικρό αρχικό και σε άλλες με κεφαλαίο (βαν Γκογκ ή Βαν Γκογκ, ντα Βίντσι ή Ντα Βίντσι, ντε Γκάσπερι ή Ντε Γκάσπερι, φον Μπράουν ή Φον Μπράουν κ.ο.κ.). Συνήθως, τα εν λόγω μόρια γράφονται με κεφαλαίο αρχικό όταν αναφέρεται μόνο το επώνυμο, χωρίς το όνομα. Μάλιστα, στην περίπτωση αυτή τα μόρια αυτά ενίοτε παραλείπονται (Ludwig van Beethoven → Μπετόβεν, Pierre de Ronsard → Ρονσάρ).

10.5.2. Τοπωνύμια

Αφού λοιπόν το πρόβλημα με τη μεταγραφή των ανθρωπωνυμίων είναι όντως αμελητέο σε επίπεδο Ένωσης, η ανάλυση του θέματος επικεντρώνεται κυρίως στον τρόπο γραφής (ή μεταγραφής) των τοπωνυμίων. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ευθύς εξαρχής ότι —σε ό,τι αφορά τα ενωσιακά κείμενα— η παρατήρηση που έγινε για τα ανθρωπωνύμια ισχύει σε σημαντικό βαθμό και για τα τοπωνύμια: το ποσοστό των τοπωνυμίων που μεταφράζονται ή μεταγράφονται στα ελληνικά είναι πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό που συναντά κανείς σε έγγραφα άλλου είδους (δημοσιογραφικά, ιστορικά, λογοτεχνικά κ.λπ.).

Για το θέμα της γραφής των ξένων τοπωνυμίων ισχύουν οι εξής βασικοί κανόνες:

α)
Για όσα τοπωνύμια έχει καθιερωθεί από καιρό μια εξελληνισμένη γραφή ή μια συγκεκριμένη ορθογραφία, αυτή παραμένει αμετάβλητη.

Φυσικά, ο κανόνας αυτός αφήνει ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας, καθώς το «έχει καθιερωθεί» και το «από καιρό» επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες. Αυτή, άλλωστε, είναι και η βασική αιτία των διαφωνιών που υπάρχουν ως προς τη γραφή πολλών τοπωνυμίων, ακόμη και μεταξύ έγκυρων λεξικών. Πάντως, είναι σαφές ότι υπάρχουν τοπωνύμια για τα οποία είναι αναμφισβήτητο ότι υπάρχει καθιερωμένη εξελληνισμένη γραφή και ορθογραφία, η οποία και πρέπει να χρησιμοποιείται στα κείμενά μας (για παράδειγμα, για τη Ρώμη είναι αναμφισβήτητο ότι υπάρχει καθιερωμένη εξελληνισμένη γραφή και ορθογραφία), όπως υπάρχουν και τοπωνύμια για τα οποία είναι αναμφισβήτητο ότι αυτό δεν ισχύει, οπότε πρέπει να εφαρμόζουμε τα προβλεπόμενα στο αμέσως επόμενο στοιχείο β) (για παράδειγμα, για τον γαλλικό νομό Vaucluse είναι αναμφισβήτητο ότι δεν υπάρχει καθιερωμένη εξελληνισμένη γραφή και ορθογραφία). Ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες υπάρχει μια αρκετά μεγάλη «γκρίζα ζώνη», στην οποία κατατάσσονται τα τοπωνύμια για τα οποία υφίστανται δύο ή περισσότερες αρκετά διαδεδομένες αποδόσεις στα ελληνικά, με αποτέλεσμα να υπάρχει αμφισβήτηση σχετικά με την καθιέρωση ή την υπεροχή της μιας ή της άλλης απόδοσης (Σκωτία ή Σκοτία, Λεττονία ή Λετονία κ.λπ). Η διαφορά μεταξύ της δεύτερης περίπτωσης και της «γκρίζας ζώνης» έγκειται στο ότι στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει γενική συμφωνία για την έλλειψη καθιερωμένης εξελληνισμένης γραφής και ορθογραφίας, ενώ στην «γκρίζα ζώνη» ο καθένας πιστεύει ότι υπάρχει καθιερωμένη εξελληνισμένη γραφή και ορθογραφία και ότι αυτή η καθιερωμένη γραφή συμπίπτει με την εκδοχή που προτιμά ο ίδιος (για παράδειγμα στο ορθογραφικό λεξικό Μπαμπινιώτη υποστηρίζεται ότι η γραφή Σκωτία είναι καθιερωμένη, αλλά πολλοί άλλοι —για παράδειγμα το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη— δεν ασπάζονται την άποψη αυτή). Στην τελευταία περίπτωση μπορούμε να μειώσουμε το εύρος της εν λόγω «γκρίζας ζώνης» με δύο τρόπους:

i)
υιοθετώντας επίσημα και εφαρμόζοντας απαρέγκλιτα σε επίπεδο ενωσιακής υπηρεσίας —στην ιδανική περίπτωση, σε διοργανικό επίπεδο— μία από τις εν λόγω αποδόσεις (όπως έγινε με τη λέξη Λισαβόνα
ii)
επιλέγοντας —αν δεν υπάρχει τέτοια επίσημη απόφαση— τον απλούστερο τύπο, όταν όλοι οι τύποι εκπροσωπούνται επαρκώς, χωρίς κάποιος να υπερέχει συντριπτικά των άλλων. Αντίθετα, σε περίπτωση συντριπτικής υπεροχής ενός τύπου, έστω και γλωσσολογικά αμφιλεγόμενου, συνιστάται η υιοθέτησή του, διότι δημιουργείται τεκμήριο καθιέρωσης.

Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, αβεβαιότητες, διλήμματα και διαφωνίες θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Το θέμα είναι τόσο πολύπλοκο και έχει τόσο πολλές παραμέτρους που, όσο μεγάλη και σοβαρή προσπάθεια συστηματοποίησης κι αν γίνει, πάντα θα υπάρχουν «ατίθασα» τοπωνύμια —και ανθρωπωνύμια— (είναι, άλλωστε, τόσο πολλά) που θα παρεκκλίνουν από τους κανόνες και θα διεκδικούν ειδική μεταχείριση.

β)
Για όσα τοπωνύμια δεν έχουν καθιερωμένη γραφή στα ελληνικά ή πρωτογράφονται, μπορεί να χρησιμοποιείται η πρωτότυπη γραφή τους στο λατινικό αλφάβητο, πράγμα που γίνεται ευρύτατα στα ενωσιακά έγγραφα. Αν, όμως, αποφασιστεί να μεταγραφούν στα ελληνικά, επιδιώκεται (όπως και για τα ανθρωπωνύμια) αφενός η κατά το δυνατόν ακριβής απόδοση της προφοράς τους και αφετέρου η απλούστερη γραφή τους στα ελληνικά.
γ)
Σε σχέση με το ζήτημα της μεταγραφής ή της μη μεταγραφής του τοπωνυμίου στα ελληνικά, υπάρχει (πέραν του κριτηρίου της καθιέρωσης) και ένα σημαντικό πρακτικό κριτήριο. Ο έλληνας μεταφραστής, στην απόφασή του να γράψει στα ελληνικά το τοπωνύμιο ή να το αφήσει στη λατινική γραφή του, επηρεάζεται πολλές φορές από το πρωτότυπο. Όταν, για παράδειγμα, το αγγλικό πρωτότυπο παραθέτει κάποια τοπωνύμια στην αυθεντική τους γλώσσα, μολονότι υπάρχει το αντίστοιχό τους στα αγγλικά (π.χ. λέει region of Toscana και όχι region of Tuscany ή province of Firenze και όχι province of Florence), τότε και ο έλληνας μεταφραστής αφήνει τα τοπωνύμια αμετάφραστα, ακόμη και αν υπάρχουν πολύ γνωστές αποδόσεις τους στα ελληνικά. Αν, όμως, στο πρωτότυπο είναι «μεταφρασμένα», τα γράφει κι εκείνος, κατ’ αντιστοιχία, στα ελληνικά. Μάλιστα, στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι συχνά αναγκασμένος να ακολουθήσει το πρωτότυπο και να μεταφράσει το τοπωνύμιο στα ελληνικά, αφού, ακόμη και αν ήθελε να το γράψει στην αυθεντική γλώσσα, του είναι δύσκολο να το βρει. Για παράδειγμα, όταν το αγγλικό πρωτότυπο —ευτυχώς σπάνια— γράφει Lesser Poland ή Greater Poland, ο έλληνας μεταφραστής θα μεταφράσει πολύ λογικά Μικρή και Μεγάλη Πολωνία, γιατί δεν του είναι πάντοτε εύκολο να βρει τους αυθεντικούς πολωνικούς όρους (Małopolskie — Wielkopolskie).
δ)
Σε ό,τι αφορά την κλίση των τοπωνυμίων, επισημαίνεται ότι, κατά γενικό κανόνα, τα ευρέως και παλαιόθεν γνωστά ξενικά τοπωνύμια που η μορφή τους ανταποκρίνεται στο τυπικό της ελληνικής γλώσσας κλίνονται (π.χ. η Κένυα, της Κένυας· η Νικαράγουα, της Νικαράγουας· το Μεξικό, του Μεξικού· το Σικάγο, του Σικάγου κ.ο.κ.). Δεν κλίνονται αν έχει καθιερωθεί η άκλιτη μορφή (π.χ. το Τορόντο, του Τορόντο· η Μπογοτά, της Μπογοτά· το Ναϊρόμπι, του Ναϊρόμπι· το Μονακό, του Μονακό). Η κατάσταση είναι πολύ πιο ρευστή όσον αφορά τα τοπωνύμια που, χωρίς να έχουν υποστεί εξελληνισμό ούτε να διαθέτουν απολύτως καθιερωμένη χρήση, έχουν μορφή που ανταποκρίνεται στο ελληνικό τυπικό (κυρίως τα θηλυκά σε και τα ουδέτερα σε -ο). Εδώ τον κυριότερο ρόλο τον παίζει το γλωσσικό αισθητήριο, ενώ η κυριότερη πηγή αδόκιμων ή και κωμικών εκδοχών (π.χ. το Πεκίνο, του Πεκίνο· η Ονδούρα, της Ονδούρα) είναι η σύγχυση ανάμεσα στην πρωτότυπη μορφή του ονόματος και μια μορφή που έρχεται μέσω άλλων γλωσσών ή είναι προϊόν παλαιότερου εξελληνισμού.
ε)
Σε κάθε περίπτωση, η ελάχιστη και αυτονόητη απαίτηση είναι ότι στο κάθε συγκεκριμένο έγγραφο πρέπει να υπάρχει ομοιομορφία στην απόδοση του ίδιου τοπωνυμίου. Πράγματι, είναι αδιανόητο και ανεπίτρεπτο να εμφανίζονται στο ίδιο κείμενο πολλές και διάφορες αποδόσεις ή ορθογραφήσεις για το ίδιο τοπωνύμιο.

10.5.3. Ονομασίες ενωσιακών προγραμμάτων

Οι ονομασίες των ενωσιακών προγραμμάτων:

κατά κανόνα διατηρούν την ορθογραφία της πρωτότυπης ονομασίας τους:
Socrates
όταν μεταφράζονται στα ελληνικά, τίθενται εντός εισαγωγικών:
Youth for Europe, «Νέοι για την Ευρώπη»
(1)
Βλ. Γ. Μπαμπινιώτης, «Αντιστρεψιμότητα και όχι απλογράφηση», Το Βήμα, 9 Νοεμβρίου 1997.
(2)
Το Διοργανικό εγχειρίδιο δεν συμφωνεί με τη χρήση του συνδυασμού γραφημάτων <γκ> για την απόδοση του ξένου συνδυασμού γραφημάτων <ng>. Φαντάζεται κανείς το αστείο αποτέλεσμα που θα προέκυπτε αν, π.χ., το big bang μεταγραφόταν μπιγκ μπαγκ (όπως, δυστυχώς, συμβαίνει συχνά στο διαδίκτυο). Για τον λόγο αυτόν, το Διοργανικό εγχειρίδιο εισηγείται —και εφαρμόζει— τη χρήση του συνδυασμού γραφημάτων <νγκ> στην περίπτωση αυτή. Άρα, Χονγκ Κονγκ και όχι Χογκ Κογκ, Σένγκεν και όχι Σέγκεν, Γκέρινγκ και όχι Γκέριγκ, ντάμπινγκ και όχι ντάμπιγκ κ.ο.κ. Βέβαια, όσες ξένες λέξεις αυτού του είδους έχουν καθιερωθεί στα ελληνικά με τον συνδυασμό <γγ>, που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την απόδοση του <ng>, θα εξακολουθήσουν να γράφονται με τον ίδιο συνδυασμό γραφημάτων, π.χ. Ουγγαρία, Αγγλία, Θουριγγία κ.ο.κ.
(3)
Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. Γ. Παπαναστασίου, Νεοελληνική ορθογραφία, σ. 418.
Τελευταία ενημέρωση: 22.4.2022
Αρχή σελίδας
Προηγούμενη σελίδαΕπόμενη σελίδα